Σινεμά

The Impossible

Ας ξεκινήσω με μια ομολογία: το Impossible είναι από τις ταινίες που μπορούν να με κάνουν να πλαντάξω στο κλάμα. Επί δύο ώρες. Σχεδόν ασταμάτητα. Έχοντας κάνει αυτή την παραδοχή, να συμπληρώσω ότι το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι θεωρώ την ταινία αριστούργημα.

Το Impossible αποτελεί μια κλασική ιστορία οικογενειακής επιβίωσης. Ένα ζευγάρι με τρία παιδιά πηγαίνει διακοπές στην νοτιοανατολική Ασία. Την επόμενη μέρα των Χριστουγέννων η τραγωδία χτυπά: το τσουνάμι παρασύρει τα πάντα στο διάβα του. Ζωές, καθημερινότητα, εθνικότητες. Η οικογένεια χωρίζεται και ξεκινά ένας αγώνας για επιβίωση.

Εάν υπάρχει ένας αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής σε αυτή την ταινία, αυτός δεν είναι ο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ. Ούτε η Ναόμι Γουότς -για την ερμηνεία της οποίας πολλά καλά γράφτηκαν και η οποία είναι και υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα ερμηνείας. Είναι αδιαμφισβήτητα το τσουνάμι.

Ο σκηνοθέτης Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα μάς είχε ήδη πείσει από την πρώτη ταινία του (το διαφορετικού ύφους Ορφανοτροφείο) ότι έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί την ατμόσφαιρα που απαιτείται κάθε φορά. Για να κινηματογραφήσει το τσουνάμι επιλέγει τον πιο απλό τρόπο: οι θόρυβοι πνίγονται κάτω από το νερό και το κύμα παρασέρνει στο διάβα του τα πάντα. Το συνεχές στροβίλισμα των υδάτων επιτείνει την αγωνία του θεατή.

Αυτό που βλέπεις μπροστά στα μάτια σου δεν σε συγκινεί γιατί είναι μια καλογραμμένη ιστορία. Σε συγκινεί γιατί είναι η πραγματικότητα. Τις εικόνες που με τόση δεξιοτεχνία έχει γυρίσει ο Μπαγιόνα τις έχουμε ξαναδεί: είτε σε κάποιο δελτίο ειδήσεων, είτε στις εφημερίδες.

Εάν κάτι καταφέρνει ο σκηνοθέτης είναι να μην εμπλακεί σε όλα εκείνα τα κλισέ περί της δύναμης της φύσης με την οποία δεν μπορεί κανείς να τα βάλει. Συνέβη μια τραγωδία. Τελεία. Οι ήρωες δεν έχουν χρόνο για φιλοσοφίες ή για αναλογισμούς. Παλεύουν για τους δικούς τους και για τη ζωή τους.

Στο πρώτο μέρος η ταινία είναι σαφώς καλύτερη. Το τσουνάμι -που γυρίζεται με όρους ταινίας τρόμου-, οι προσπάθειες της μητέρας (η Ναόμι Γουότς είναι πραγματικά πολύ καλή, αλλά οι διθύραμβοι που είχα ακούσει δεν ξέρω αν δικαιολογούνται) και του μεγάλου γιου να βρουν ασφαλές καταφύγιο, η διάσωσή τους από ντόπιους που σε άλλες συνθήκες μπορεί καν να μην πλησίαζαν…

Κάπου εκεί σταματά το καλό κομμάτι. Γιατί η ταινία του Μπαγιόνα και κλισέ γίνεται και μελό χωρίς λόγο. Στο δεύτερο μέρος η αγωνία έχει ξεφουσκώσει, η απογοήτευση για το γεγονός ότι βλέπουμε μόνο τα δεινά των τουριστών και όχι των ντόπιων έχει σιγά σιγά να κάνει την εμφάνισή της, ενώ ο θεατής περιμένει αδιάφορα το αναμενόμενο τέλος.

Δεν γίνεται να συγχωρεθεί στον Μπαγιόνα ότι αν και ενδιαφέρεται τόσο πολύ για τα δεινά μιας οικογένειας, αγνοεί σχεδόν τελείως όλα όσα έχουν να κάνουν με το μέγεθος της καταστροφής. Σε καμία στιγμή -εκτός από εκείνη που βλέπεις τεράστιες εκτάσεις καλυμμένες με νερό- δεν φαντάζεσαι ότι χιλιάδες άνθρωποι μπορεί να έχουν χάσει τη ζωή τους σε ένα τσουνάμι.

Στην τελευταία σκηνή ένα αεροπλάνο απογειώνεται. Σε αυτό έχουν επιβιβαστεί κάποιοι διασωθέντες. Είναι τυχεροί. Αυτοί ήταν τουρίστες και εγκαταλείπουν τον τόπο του εφιάλτη τους. Κρίμα σε αυτούς τους άλλους χιλιάδες που πρέπει κάθε μέρα να ξυπνούν μέσα σε αυτόν τον εφιάλτη…

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *