Αναχώρηση για Παρίσι 15:17 (15:17 to Paris)
Αναπαράσταση της πραγματικής ιστορίας τριών Αμερικάνων φίλων, δυο πεζοναυτών και ενός κολεγιόπαιδου, επιβατών σε τρένο στη Γαλλία, που το 2016 απέτρεψαν τρομοκρατική επίθεση που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε λουτρό αίματος. Βασισμένη στο βιβλίο που έγραψε ένας εξ’ αυτών, ο Σπένσερ Στόουν, η ταινία περιγράφει την ιστορία του όπως τη βίωσε και στοιχεία της ζωής του που θεωρεί ότι τον οδήγησαν στο να είναι έτοιμος για να αντιδράσει σωστά την κρίσιμη στιγμή.
Πρόκειται για την χειρότερη σκηνοθετική δουλειά του Κλιντ Ίστγουντ, ενός σκηνοθέτη που στο παρελθόν μας έχει χαρίσει υπέροχες ταινίες, όπως το Σκοτεινό Ποτάμι, το Grand Torino, τις Γέφυρες του Μάντισον, τα Μεσάνυχτα στην Αυλή του Καλού και του Κακού, αλλά και τις Σημαίες των Προγόνων μας, τα Γράμματα από το Ίβο Τζίμα ή το Million Dollar Baby. Πραγματικά, φαίνεται περίεργο που επιλέγει να φέρει αυτή την ταινία στις ελληνικές αίθουσες η Tanweer, μια εταιρεία που γενικά προσέχει τις επιλογές της, αν εξαιρέσει ίσως κανείς ότι ένας από τους Αμερικάνους, ο Άλεκ Σκαρλάτος, είναι ελληνικής καταγωγής.
Θα φανεί σε κάποιους οξύμωρο, αλλά ο Κλιντ Ίστγουντ θα έπρεπε να δει το 1968 του Τάσου Μπουλμέτη μήπως και μάθει κάποια πράγματα!
Ο Ίστγουντ φαίνεται να μη ξέρει πως να διαχειριστεί το θέμα του. Αναποφάσιστος για το αν θα κάνει μυθοπλασία ή ντοκιμαντέρ επιχειρεί να κάνει μια ταινία χρησιμοποιώντας τα πραγματικά πρόσωπα ως ηθοποιούς με τραγελαφικά αποτελέσματα. Ενώ θα μπορούσε να κάνει ένα αξιοπρεπές καθαρόαιμο ντοκιμαντέρ ή έστω δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, αναπλάθει τα γεγονότα, που σε κινηματογραφικό χρόνο δε βγαίνουν πάνω από πέντε λεπτά. Ψάχνει απεγνωσμένα τι άλλο να βάλει για να γεμίσει το χρόνο του… Αναπαράγει το ταξίδι τους πριν μπουν στο τρένο, όπου οι πρωταγωνιστές του περιφέρονται άσκοπα σε ευρωπαϊκές πόλεις, με ελαφριές κουβέντες περί ανέμων και υδάτων, βγάζοντας συνέχεια selfies φωτογραφίες και αναζητώντας δυνατό σήμα για το wifi για να ανεβάσουν φωτογραφίες στο instagram. Τελικά ούτε αυτό το υλικό έφτασε, επομένως έπιασε να μας περιγράψει την προβληματική παιδική τους ηλικία, τα προβλήματα στο σχολείο, την πώρωση με το στρατό και τα αδικαιολόγητα πολλά πολεμικά παιχνίδια που είχαν. Μετά παρακολουθεί τις προσπάθειες του ενός πρωταγωνιστή να χάσει κιλά και να γίνει αποδεκτός στη στρατιωτική σχολή. Όλα αυτά με ένα μπλεγμένο μοντάζ που πετά συνεχώς στιγμιότυπα της επίθεσης, ώστε να μας υπενθυμίσει ότι όλα οδηγούν εκεί.
Ότι το σεναριακό υλικό δεν έφτανε να γεμίσει ταινία μεγάλου μήκους φανερώνεται και από την τελική διάρκεια της ταινίας -μόλις 94′ λεπτά- κατέχει πλέον το ρεκόρ της πιο σύντομης ταινίας του Ίστγουντ ως σκηνοθέτη, από τις 36 που έχει σκηνοθετήσει ως τώρα! (πριν, το ρεκόρ μικρότερης διάρκειας είχε η αμέσως προηγούμενη ταινία του, Sully με διάρκεια 96′).
Όποιος γνωρίζει από τις ειδήσεις το πραγματικό γεγονός, ευλόγως θα διερωτηθεί γιατί ενώ ήταν τέσσερις αυτοί που απέτρεψαν την επίθεση και παρασημοφορήθηκαν, τον χαρακτήρα του Άγγλου δε τον βλέπουμε πουθενά, παρά μιλάμε για τους τρεις Αμερικάνους (κατά κάποιους ο τέταρτος ήταν ένας Γάλλος που θέλησε να μείνει ανώνυμος). Και γιατί από τους τρεις Αμερικάνους παρακολουθούμε κυρίως τον ένα χαρακτήρα, αυτόν του Σπένσερ Στόουν. Αυτό θα απαντηθεί μερικώς, αλλά μόνο προς το τέλος της ταινίας, ότι δηλαδή ο συγκεκριμένος είναι ο άνθρωπος της στιγμής. Είναι προβληματικό όμως σε όλη την προηγούμενη αφήγηση, ακόμα και στο flash back των παιδικών χρόνων, ιδίως με την ελλειπή ανάπτυξη του τρίτου φίλου, που δεν ήταν στρατιωτικός. Υπάρχει ένα μικρό θετικό στοιχείο στην προσέγγιση, ότι μας δείχνει το bulling που βίωνε κυρίως ο βασικός του πρωταγωνιστής, τόσο στο σχολείο όσο και στη στρατιωτική σχολή και παρότι αντιμετωπίζονταν από πολλούς ως προβληματικός, τελικά την κρίσιμη ώρα απεδείχθη ήρωας σώζοντας τις ζωές πολλών ανθρώπων και αυτό δε μπορεί να του το στερήσει κανείς. Από την άλλη όμως, πέραν της ψυχοσύνθεσης αυτού του αγαθού γίγαντα, ο στρατός δε μπορεί, και δεν πρέπει, να πάρει τα εύσημα για την ηρωική πράξη του. Ούτε μπορεί ο αμερικάνικος στρατός να εξιλεωθεί με αυτό το γεγονός για εισβολές και εγκλήματα στις μουσουλμανικές χώρες. Η έντονη στροφή του Ίστγουντ προς τον συντηρητισμό, τον πέραν του δέοντος πατριωτισμό και τη λατρεία προς το στρατό τα τελευταία χρόνια, πέραν από φανερή είναι ενοχλητική και τον θολώνει από το να αντιμετωπίσει αντικειμενικά και με σεβασμό το θέμα του.
Διότι πάνω από όλα, αυτή η ταινία είναι μια ταινία για τον κεντρικό ήρωα, τον αγαθό γίγαντα Σπένσερ Στόουν, που μπορεί να δείχνει να μην έχει υψηλό IQ και να έχει τις δικές του απόψεις για τη ζωή, το στρατό ή τον πόλεμο, όμως η πράξη του αξίζει το σεβασμό. Το ότι η πράξη του είναι ηρωική δε σημαίνει ότι όλη του η ζωή και οι απόψεις του πρέπει να αποτελέσουν παράδειγμα προς μίμηση. Στην υπερβολή που όλο αυτό παρουσιάζεται μέσα από το «βλέμμα» του Ίστγουντ, μοιάζει τελικά να τον ειρωνεύεται βαθιά και να τον ξεφτιλίζει με άσχημο τρόπο.
Ο Ίστγουντ χάνει τη μια ευκαιρία μετά την άλλη να δώσει έστω λίγο κύρος στην ταινία του. Καταρχάς, δε δίνει στην ιστορία του το χρονικό βάρος που είχε, ότι δηλαδή αυτό έγινε σε συνέχεια πολλών και πολύνεκρων επιθέσεων, σε μια εποχή που όλος ο κόσμος και συγκεκριμένα η Ευρώπη και πιο συγκεκριμένα η Γαλλία ήταν συγκλονισμένη από τις απανωτές τρομοκρατικές επιθέσεις. Δεν ασχολείται καθόλου με κανέναν από τους υπόλοιπους χαρακτήρες, αλλά ούτε και με τους υπόλοιπους επιβάτες, πως βίωσαν το τραγικό γεγονός της επίθεσης, δε μας περνά την αίσθηση της απόγνωσης και του τρόμου. Φυσικά και δεν ασχολείται καθόλου και με τον τρομοκράτη.
To «τρολάρισμα» του Κλιντ Ίστγουντ φαίνεται ότι δε σταματά πουθενά κι έτσι όταν κάνουμε την αναδρομή στα παιδικά χρόνια των πρωταγωνιστών, το παιδικό δωμάτιο βλέπουμε κάποια πόστερ ταινιών, ανάμεσα τους το σπουδαίο αντιπολεμικό του Κιούμπρικ, Full Metal Jacket, αλλά και μια ταινία του ίδιου του Ίστγουντ …το Letters From Iwo Jima, το οποίο φυσικά δεν υπήρχε ακόμη, εφόσον δεν είχε γυριστεί πριν το 2006! Όχι ότι είναι η μόνη αυτοαναφορά. Πταίσματα, μπροστά στην κακή σκηνοθεσία, τα προχειροφτιαγμένα, κακογυρισμένα πλάνα, που δείχνουν ότι ο σκηνοθέτης κάνει αγγαρεία ή ότι πλέον δεν έχει την κρίση ή δεν είναι ικανός να διαχειριστεί. Το τελικό αποτέλεσμα είναι τόσο κακό που πραγματικά απορούσα πως δέχτηκε να το υπογράψει!
Για την έλλειψη αληθοφάνειας δε μπορούμε να κατηγορήσουμε φυσικά τους τρεις πρωταγωνιστές που παίζουν τους εαυτούς τους. Αυτό δεν ισχύει όμως και για τους ηθοποιούς που τους πλαισιώνουν, ιδίως των δυο ηθοποιών που παίζουν τις δυο μητέρες. Σίγουρα δε τους βοηθά το σενάριο, που πολλές φορές τις βάζει να λένε προκλητικές απόψεις, ίσως για να κάνουν αίσθηση. Ούτε και το μακιγιάζ που τις αφήνει αγέραστες από την παιδική ηλικία μέχρι την εποχή του συμβάντος. Οι ερμηνείες τους όμως είναι τόσο κακές που συχνά προκαλούν το γέλιο και παραπέμπουν μάλλον στο the Room, την ταινία παρωδία που μας θύμισε φέτος το the Disaster Artist!
To «Αναχώρηση για Παρίσι 15:17» πέραν του ότι είναι μακράν η χειρότερη δουλειά του στο σύνολο της ως τώρα καριέρας του και μια προβληματική ταινία που με τον τρόπο που γυρίστηκε τελικά δεν απευθύνεται σε κανέναν και δεν έχει λόγο ύπαρξης στους κινηματογράφους, τουλάχιστον όχι της χώρας μας.
[toggle title=”Δηλώσεις των 3 πρωταγωνιστών”]
(από το δελτίο τύπου της Tanweer)
Το γεγονός ότι σκηνοθετούσε ο Ίστγουντ ήταν αποφασιστικό για να αναλάβουν τους ρόλους.
«Απλώς και μόνο ότι η ιστορία μας θα γινόταν ταινία ήταν απίστευτο» σχολιάζει ο Σκαρλάτος. «Κι επιπλέον, ο Κλιντ Ίστγουντ ήταν ο αγαπημένος μας σκηνοθέτης. Ήταν καταπληκτικό που τον είχαμε να σκηνοθετεί».
Ο Στόουν θυμάται την πρώτη σοβαρή συζήτηση που είχε με τον σκηνοθέτη της ταινίας. «Ήμουν πολύ νευρικός και σκεφτόμουν ότι θα μιλούσα στο τηλέφωνο με τον Κλιντ Ίστγουντ. Μετά μου είπε ότι του άρεσε η ιστορία και όλα κύλησαν από εκεί και πέρα. Αλλά ποτέ δεν φανταστήκαμε ότι θα υποδυθούμε τους εαυτούς μας, ήταν εντελώς ξαφνικό όταν το ανέφερε».
«Το σκεφτήκαμε μια δυο μέρες, αλλά ξέραμε ότι θα δεχόμασταν. Ο κος Ίστγουντ μας έδωσε την αυτοπεποίθηση για να το κάνουμε. Είναι ένας θρυλικός σκηνοθέτης και ηθοποιός ο ίδιος» παραδέχεται ο Σάντλερ.
Ήταν όλοι λίγο πάνω από 20 χρονών πριν το περιστατικό, ο Σπένσερ Στόουν ήταν στην πολεμική αεροπορία, ο Άλεκ Σκαρλάτος ήταν στην Εθνοφρουρά του Όρεγκον και ο Άντονι Σάντλερ σπούδαζε στο κολλέγιο. Ο Σάντλερ είχε γνωρίσει τον Στόουν και τον Σκαρλάτος, που ήταν ήδη φίλοι από την παιδική τους ηλικία, στο γυμνάσιο.
«Κλικάραμε με τον Άντονι» λέει ο Στόουν. «Του αρέσει να περνάει καλά, είναι κοινωνικός αλλά και σπιτόγατος. Ο Άλεκ είναι εξωστρεφής επίσης, αλλά και άγαρμπος και αστείος. Συνδεθήκαμε όταν ήμασταν μικροί μέσα από τον αθλητισμό, μέσα από το μπάσκετ. Ήμασταν συνηθισμένοι, καθόλου ιδιαίτεροι».
Για τον παιδικό του φίλο ο Σκαρλάτος λέει: «Ο Σπένσερ είναι κάπως σαν τον Άντονι κι εμένα. Το σενάριο δείχνει ωραία την κοινή μας παιδική ηλικία, πώς γνωριστήκαμε, πόσο ωραία περάσαμε».
Η ταινία παρουσιάζει σκηνές που οι φίλοι παίζουν στο δάσος πίσω από τα σπίτια τους και έτσι χτίζει το πρώιμο ενδιαφέρον τους για τον στρατό. Άλλωστε, ο Στόουν είχε κάνει ζίου ζίτσου και ο Σκαρλάτος είχε γνώση χειρισμού όπλων, δύο χαρακτηριστικά που ήταν κρίσιμα για την ευτυχή κατάληξη εκείνης της μέρας. Το ταξίδι στην Ευρώπη είχε σκοπό να τους ξαναφέρει κοντά και τα σχέδια άλλαζαν τελευταία στιγμή, συμπεριλαμβανομένου και του ταξιδιού στο Παρίσι, που παρ’ ολίγο να μη συμβεί. Οι τρεις φίλοι συνεχίζουν να πιστεύουν ότι ήταν η καλή τύχη, περισσότερο από τον ηρωισμό που τους έσωσε.
«Όπως το βλέπω εγώ» εξηγεί ο Στόουν, «είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε κάτι και την αρπάξαμε. Είδα τον τρομοκράτη και τους ανθρώπους γύρω του σε σοκ. Ευτυχώς, ήμασταν σε θέση να αντιδράσουμε. Και προφανώς ο Θεός μας φύλαγε».
«Όλα όσα μας οδήγησαν μέχρι την επίθεση, όπως οι δεξιότητες που πήραμε από τον στρατό, τα χόμπι μας ως απλοί πολίτες, προστέθηκαν στο πόσο τυχεροί ήμασταν. Το όπλο κόλλησε, ο Σπένσερ επιβίωσε από τη μαχαιριά, σώζοντας τη ζωή του Μαρκ» επισημαίνει ο Σκαρλάτος. «Συνέβησαν πολλές παράξενες συμπτώσεις εκείνη την ημέρα».
«Όλα έπαιξαν τον ρόλο τους για να είμαστε σε εκείνο το τρένο… αυτό είναι θεϊκή παρέμβαση, είναι μοίρα» λέει ο Σάντλερ. «Είναι η σύνοψη όλης μας της ζωής μέχρι τότε, το ότι βρεθήκαμε εμείς οι τρεις συνηθισμένοι άνθρωποι σε μια απρόσμενη κατάσταση, αλλά ήταν σαν να έπρεπε να είμαστε εκεί».
Στις 24 Αυγούστου του 2015, ο Στόουν, ο Σκαρλάτος και ο Νόρμαν τιμήθηκαν με το μετάλλιο της Γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής για τις πράξεις τους από τον τότε Πρωθυπουργό της Γαλλίας, Φρανσουά Ολλάντ. Και ενώ γυρίστηκε η απονομή εκείνη τη μέρα, επειδή οι γωνίες λήψης ήταν περιορισμένες, η τελετή αναπαραστάθηκε εξ ολοκλήρου στο Μέγαρο των Ηλυσίων, για τις ανάγκες της ταινίας.
[/toggle]
[toggle title=”Δηλώσεις σκηνοθέτη για την ταινία”]
(από το δελτίο τύπου της Tanweer)
Ο Κλιντ Ίστγουντ ανακάλυψε την περίπτωση τους όταν τους απονεμήθηκε το βραβείο γενναιότητας το 2016. Μίλησε μαζί τους και αποφάσισε να διαβάσει το βιβλίο τους, όταν θα το ολοκλήρωναν. Ο δημιουργός άλλωστε επιδιώκει τις προκλήσεις και αυτή η ιστορία του ταίριαζε.
«Αυτοί οι τρεις νεαροί στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και οι προσπάθειες τους είχαν μεγάλη επίδραση στους συνανθρώπους τους. Όταν ψάχναμε ηθοποιούς, είδαμε πολλούς καλούς επαγγελματίες, αλλά κοίταζα τους τύπους αυτούς και έλεγα γιατί να μην κάνουμε κάτι αναπάντεχο; Τελικά, μια μέρα τους ρώτησα αν μπορούν να παίξουν τους εαυτούς τους».
Ενώ η ταινία αναφέρεται σε μία ηρωική στιγμή στην πρόσφατη ιστορία, ο Κλίντ Ίστγουντ ένιωσε ότι κάνοντας την ταινία και διηγούμενος την ιστορία αυτών των ηρώων, είχε την ευκαιρία να εξερευνήσει κάτι ακόμα:
«Ήταν μια αξιοθαύμαστη πράξη και συνέβη σε μια στιγμή που αναρωτιόμασταν πώς μπορούμε να αντιδρούμε στις δυσκολίες» λέει ο δημιουργός. «Αυτό που έκαναν τα παιδιά ήταν να δείξουν ότι ο απλός άνθρωπος μπορεί όχι μόνο να έχει φοβερά ένστικτα, αλλά και να λειτουργεί με βάση αυτά. Σίγουρα ήταν έτοιμοι γιατί είχαν στρατιωτική και ιατρική εκπαίδευση, αλλά δεν ήταν στο πεδίο της μάχης και δεν ήταν προετοιμασμένοι για αυτό το περιστατικό. Είδαν απλώς κάτι να συμβαίνει και συνεργάστηκαν για να σώσουν οι τρεις τους πολλές ζωές. Αν μπορούν αυτοί, μπορούμε κι εμείς».
Είτε πρόκειται για φύλακα άγγελο είτε για τύχη ή κάτι ενδιάμεσα, ο Ίστγουντ λέει: «Ό,τι κι αν πιστεύεις, όπως και να ερμηνεύεις τα γεγονότα στη ζωή, αυτοί οι τύποι ήταν προορισμένοι να το κάνουν αυτό και να επιβιώσουν».
Ο Ίστγουντ είναι γνωστός για την αυστηρή αλλά και την ίδια στιγμή χαλαρή προσέγγιση στο γύρισμα κι έτσι δημιούργησε ένα ιδανικό περιβάλλον για τους τρεις νεοφερμένους. «Νομίζω ότι το πιο δύσκολο για έναν επαγγελματία ηθοποιό είναι να παίζει τον εαυτό του» παραδέχεται ο σκηνοθέτης. «Είναι πιο εύκολο να κρύβεσαι πίσω από έναν χαρακτήρα παρά να βγάζεις τον πραγματικό εαυτό σου στο κόσμο. Αλλά όσο περισσότερο χρόνο περνούσα με τους φίλους αυτούς, καταλάβαινα ότι είναι η ραχοκοκαλιά της ιστορίας. Ένιωσα ότι μπορούν να το κάνουν».
«Δεν ήταν συνειδητή επιλογή να αφηγούμαι ηρωικές ιστορίες ή να κάνω ταινίες για αφανείς ήρωες» λέει ο βετεράνος σκηνοθέτης και παραγωγός Κλιντ Ίστγουντ, που στις προηγούμενες δύο ταινίες του, «Ελεύθερος Σκοπευτής» και «Sully», επικεντρώθηκε στον αγώνα εξαιρετικών ανδρών. «Απλώς ασχολούμαι με τις ιστορίες που εμφανίζονται και με ενδιαφέρουν. Μερικές είναι εξαιρετικές και έχουν ωφελήσει την κοινωνία, οπότε είναι καλό να διηγείται κανείς τέτοιες ιστορίες».
«Έχω χρησιμοποιήσει ξανά ανθρώπους που δεν είναι ηθοποιοί σε μικρούς ρόλους» συνεχίζει. «Αλλά δεν παίζουν ακριβώς τον εαυτό τους. Όμως σε αυτή την περίπτωση, μας έδειχναν πώς συνέβη το περιστατικό για να είμαστε όσο γίνεται πιο ακριβείς και κατάλαβα ότι έπρεπε να δώσουμε μια ευκαιρία στους αληθινούς παρευρισκόμενους. Ήθελα να είναι ο εαυτός τους, κανένας άλλος και ένιωσα ότι μπορούν να το κάνουν».
Εκτός από το εξαιρετικά ακριβές αντίγραφο του πραγματικού σκηνικού ο Ίστγουντ φρόντισε να υπάρχει χαλαρή ατμόσφαιρα. Γνωστός για τον ήρεμο τρόπο που ξεκινά το γύρισμα, ο σκηνοθέτης άφηνε τις κάμερες να γράφουν ενώ οι νεοφερμένοι συζητούσαν μεταξύ τους. «Αρχίζαμε να γράφουμε και τους έλεγα απλώς να μπουν στον διάλογο ή στη δράση της σκηνής, και τους έπιανα επ’ αυτοφώρω για να συνεχίσουμε από εκεί και πέρα. Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας είναι ένας αυτοσχεδιασμός, αλλά έπαιζαν τους εαυτούς τους, οπότε δεν είχαν ένταση».
[/toggle]
[toggle title=”Οι μητρικές φιγούρες”]
(από το δελτίο τύπου της Tanweer)
Ενώ οι τρεις άντρες υποδύονταν τους εαυτούς τους, ήταν περιτριγυρισμένοι από καθιερωμένους ηθοποιούς, ανάμεσα τους η Τζούντι Γκριρ, που υποδύεται τη μαμά του Σπένσερ και η Τζένα Φίσερ που υποδύεται τη μαμά του Άλεκ. Οι δύο ηθοποιοί ήταν φίλες από τα 19 τους χρόνια, αλλά ήταν η πρώτη φορά που συνεργάστηκαν, καθώς και η πρώτη φορά που δούλεψαν με τον Ίστγουντ.
Η Γκριρ παραδέχεται ότι ο λόγος που ήθελε να συμμετέχει στην ταινία ήταν ο Κλιντ Ίστγουντ. «Τον θαυμάζω πολύ και ήθελα πάντα να συνεργαστώ μαζί του, οπότε αυτό ήταν ένας μεγάλος παράγοντας. Επίσης, είναι γρήγορος. Ξέρει τι θέλει. Είναι πολύ αποφασιστικός».
Η Φίσερ συμφωνεί και επαυξάνει: «Ο Κλιντ Ίστγουντ είναι πολύ αστείος. Έχει φοβερό χιούμορ, που μου έκανε εντύπωσε γιατί δεν το περίμενα. Καλλιεργεί μια ατμόσφαιρα στο γύρισμα που είναι πολύ ανάλαφρη, ενώ την ίδια στιγμή παίρνει τη δουλειά στα σοβαρά».
Η Γκριρ και η Φίσερ εντυπωσιάστηκαν από τον χαρακτήρα των τριών πρωταγωνιστών. «Ο Σπένσερ είναι ο τύπος που σε καλύπτει και όχι μόνο εξαιτίας αυτού που έκανε στο τρένο. Είναι καλός άνθρωπος, γλυκός και στον χρόνο που πέρασα μαζί του μου απαντούσε πάντα με ειλικρίνεια, χιούμορ και ταπεινότητα. Νομίζω ότι έδωσαν αυθεντικότητα στους ρόλους τους γιατί ξέρουν καλύτερα από τον καθένα πώς ένιωσαν εκείνη τη στιγμή, τι σκεφτόντουσαν και πώς αντέδρασαν» επισημαίνει η Γκριρ.
«Η Τζούντι και η Τζένα μου θύμισαν πολύ τη μητέρα μου και τη μητέρα του Άλεκ, ήταν ο τέλειος συνδυασμός για να τις υποδυθούν» λέει ο Στόουν.
Ο Σκαρλάτος προσθέτει: «Πήγα για φαγητό με την Τζένα τη νύχτα πριν γυρίσουμε τη σκηνή στο αεροδρόμιο, για να τη γνωρίσω καλύτερα και μιλούσαμε συνεχόμενα για δύο ώρες. Ήταν τόσο καλή, φοβερή στη συζήτηση και καλός άνθρωπος. Μου άρεσε το «The Office» και έχω δει όλα τα επεισόδια, και τολμώ να πω ότι ξεπέρασε τις προσδοκίες μου. Είναι ένας καλός, υπέροχος άνθρωπος και παίζει τη μαμά μου, που είναι επίσης ένας καλός, υπέροχος άνθρωπος».
Η Φίσερ λέει ότι τα αισθήματα ήταν αμοιβαία. «Ο Άλεκ είναι ένας Αμερικανός ήρωας και με συνεπήρε. Δεν έχω γνωρίσει ξανά κάποιον που έχει κάνει κάτι τόσο σημαντικό, κάτι τόσο ηρωικό. Δεν ήθελα να κάνω προσωπικές ερωτήσεις, αλλά ήθελα να ξέρω τα πάντα!».
«Φυσικά και θυμάμαι το περιστατικό, τις ειδήσεις για τους τρεις Αμερικάνους που ταξίδευαν στην Ευρώπη και εμπόδισαν ένα τρομοκρατικό χτύπημα» συνεχίζει η ηθοποιός. «Οπότε όταν άκουσα ότι θα γίνει ταινία, είχα ενδιαφερθεί. Όταν διάβασα το σενάριο, παρ’ όλο που ήξερα την έκβαση, βρήκα την ιστορία πολύ συγκινητική και αγωνιώδη και μου έκαναν εντύπωση όλες οι συμπτώσεις και οι ευτυχείς συγκυρίες που προέκυψαν εκείνη την ημέρα».
[/toggle]