ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινε-προτάσειςΣινεμά

Το Φεγγάρι του Δία (Jupiter’s Moon)

jupiter s moon 001

4-popcorn

Τον Ούγγρο σκηνοθέτη του Λευκού Θεού (White God), πρέπει να τον απολαύσουμε όσο προλαβαίνουμε εδώ στην Ευρώπη, γιατί τον βλέπουμε όπου να’ναι να βάζει πλώρη για Χόλιγουντ! Ιδιαίτερα, μάλιστα, μετά από την τελευταία του ταινία, Jupiter’s Moon, που κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι και στο εμπορικό σινεμά, χωρίς να χάνει το προσωπικό στίγμα της και τον κοινωνικό της προσανατολισμό. Στην ταινία ένας Σύριος πρόσφυγας προσπαθεί με τον πατέρα του και άλλη ομάδα μεταναστών να περάσουν παράνομα τα σύνορα, όταν σε συμπλοκή με την αστυνομία δέχεται θανάσιμα πυρά. Όχι όμως δεν πεθαίνει, αλλά ίπτανται και μοιάζει να αποκτά υπερφυσικές ικανότητες.

«Πετάει, πετάει… ο πρόσφυγας»; Μετά τη συγκλονιστική αρχή, αλλάζουμε κεντρικό πρωταγωνιστή, για να παρακολουθήσουμε την ιστορία μέσα από τα μάτια ενός διεφθαρμένου γιατρού που ανακαλύπτει τις ικανότητες του νεαρού και προσπαθεί να τις εκμεταλλευτεί προς όφελος του. Είναι ο τραγικά αμετανόητος σύγχρονος άνθρωπος, που δεν αλλάζει ακόμα και αν έρθουν τα πάνω-κάτω, ως νέος άπιστος Θωμάς δει μπρος τα μάτια του θαύμα ή γίνει αν θέλετε μάρτυρας μιας δευτέρας παρουσίας. Διότι ο Μουντρούτσο μοιράζει παντού ευθύνες μπήγοντας το μαχαίρι στο κόκκαλο, εκεί που είναι το πρόβλημα της ανθρώπινης φύσης και πιάνει από τα μαλλιά και τα θρησκευτικά ζητήματα, διατηρώντας την σαρκαστική και σκωπτική διάθεση του (φέρνοντας ως προς αυτό στη μνήμη την Ολοκαίνουργια Καινή Διαθήκη του Ζακό Βαν Ντορμαέλ). Αν λοιπόν ο νεαρός Σύριος σας θυμίσει τον «εκλεκτό» Νίο του Matrix ή  ένα σύγχρονο Μεσσία, δεν είναι διόλου παράδοξο, μιας και κάθε μέρα μετανάστες γίνονται θύματα απάνθρωπης εκμετάλλευσης και οι απλοί πολίτες το έχουν αποδεχτεί.  Όταν όλοι αυτοί οι σύγχρονοι «Μάρτυρες» δεν κάνουν τα αυτιά να ιδρώνουν, τι άλλο πρέπει να γίνει για να αλλάξει ο κόσμος μας, …να αρχίσουν να πετάνε;

> Διαβάστε επίσης: Ροκάρει, τα βάζει με βαμπίρ, ξέρει κι από μάγια: 10 ταινίες εμπνευσμένες από τον Ιησού και τα Πάθη του

Σημαντικό που αυτή η σπουδαία ταινία μας έρχεται από την Ουγγαρία, μια χώρα με υψηλά επίπεδα ρατσισμού και ακροδεξιών πεποιθήσεων. Από την αντίθετη πλευρά, ο σκηνοθέτης, που συνυπογράφει και το σενάριο, δεν εξαγνίζει όλους τους μετανάστες, παρουσιάζει το φόβο της τρομοκρατίας που αναβλύζει μέσα από ορισμένους κύκλους τους και απασχολεί καθημερινά τον μέσο ευρωπαίο πολίτη, όμως η ταινία του προορίζεται περισσότερο για να αφυπνίσει τον τελευταίο να βελτιώσει πρώτα την ψυχή του και σε δεύτερο χρόνο, αν γίνεται, να αλλάξει τον κόσμο. Ο νεαρός Σύριος βρίσκεται συνεχώς κυνηγημένος από τον πόλεμο, από μια χώρα που βομβαρδίζεται ανελέητα φτάνει στην Ευρώπη, αλλά ο πόλεμος μοιάζει να τον κυνηγά, μοιάζει να αγγίζει τον προορισμό του αλλά δε τον φτάνει ποτέ, συνεχώς περιστρέφεται, ακόμα και όταν πετάει, βρίσκεται συνεχώς σε «τροχιά», αυτόφωτος αλλά και εξαρτημένος από τους άλλους, αναζητώντας την επανένωση με τον πατέρα του. Η συσχέτιση αυτή με τους πλανήτες δίνεται από την αρχή στο θεατή, ενώ το Jupiter’s Island των Porcupine Tree θα ταίριαζε γάντι στο soundtrack. Σεμνός, μετρημένος και απέριττος ο κεντρικός πρωταγωνιστής, δεν επιδιώκει μια φαντεζί ερμηνεία, παρά διατηρεί σωστά στο πρόσωπο του μια μόνιμη θλίψη, την απόγνωση που νιώθει κάθε σύγχρονος πρόσφυγας, ένα πικραμένο βλέμμα προς όλη την ανθρωπότητα. Μια προσέγγιση που δηλώνει το σεβασμό και το βάρος που δίνει στο θέμα του. Ο χαρακτήρας του διεφθαρμένου γιατρού από την άλλη, ένας σύγχρονος άνθρωπος που έχει γίνει μέρος του σαθρού συστήματος, που έχει μάθει μια ζωή να σκύβει το κεφάλι και να εκμεταλλεύεται τις καταστάσεις για τις μικροαπατεωνιές του, αυτός θα έχει το μεγαλύτερο δρόμο να κάνει, αν θέλει να φτάσει στην εξιλέωση.

jupiters-moon

Ο Μουντρούτσο επιλέγει να γυρίσει την ταινία του σε 35άρι φιλμ, αλλά αφήνει περισσότερο στην άκρη την «φεστιβαλική» γλώσσα με μια ταινία που απευθύνεται στο ευρύτερο κοινό, έχει κοινωνικό σχόλιο και δυνατή αλληγορία, αλλά τα συνδυάζει με δράση και διασκεδαστικά στοιχεία. Και τεχνικά όμως, ο σκηνοθέτης περνά σε πιο εμπορικές νόρμες, βλέπουμε να χρησιμοποιεί περισσότερα εφέ και περίπλοκες τεχνικές, όπως τα περιστρεφόμενα δωμάτια (βλέπε Inception κτλ.) δείχνοντας τις ικανότητες του σύγχρονου ευρωπαϊκού σινεμά. Η ταινία του διαθέτει δυο περίτεχνα και εντυπωσιακά μονοπλάνα, της εναρκτήριας σεκάνς, που είναι ουσιαστικά μάχη, αλλά του -ίσως ακόμα περισσότερο εντυπωσιακού- μονοπλάνου της καταδίωξης με τα αυτοκίνητα.

Εξαιρετική πρόταση για σινεμά. Αδιαμφισβήτητα μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.

[toggle title=”Σημειώσεις του σκηνοθέτη για την ταινία”]

(Απόσπασμα από συνέντευξη του σκηνοθέτη – ΑΜΑ Films)

Τι σημαίνει ο τίτλος της ταινίας;

Ένα από τα φεγγάρια του πλανήτη Δία, που ανακάλυψε ο Γαλιλαίος, καλείται Europa. Ήταν σημαντικό για μένα να θεωρήσω αυτήν την ταινία ως μια ευρωπαϊκή ιστορία, που διαδραματίζεται σε μια Ευρώπη σε κρίση, συμπεριλαμβανομένης της Ουγγαρίας. Την ίδια στιγμή, έψαχνα να μεταδώσω μια αίσθηση σύγχρονης επιστήμης. Είμαι οπαδός του είδους από την παιδική μου ηλικία και αυτό μπορεί επίσης να είναι εμφανές στα προηγούμενα έργα μου, όπως στον «Λευκό Θεό» ή στο «Tender Son». Παίξαμε επίσης με την ιδέα να είναι ο πρωταγωνιστής αλλοδαπός, ώστε να γεννάται το ερώτημα ποιος είναι ο πραγματικός ξένος; Είναι πράγματι απλώς ένα θέμα προοπτικής. Ο πλανήτης Δίας είναι αρκετά απομακρυσμένος ώστε να δικαιολογεί νέες ερωτήσεις σχετικά με την πίστη, για τα θαύματα και με το να είσαι διαφορετικός.

Η ταινία είναι φουτουριστική ή συμβαίνει στο παρόν;

Η απάντηση στην ερώτηση αυτή είναι, δυστυχώς, ότι δεν έχουμε να κάνουμε πλέον με το μέλλον. Δεν θέλαμε να κάνουμε μια ταινία με πρόσφυγες αλλά να χρησιμοποιήσουμε την παρούσα κρίση ως πλαίσιο για την επανεξέταση των θαυμάτων. Αρχικά τοποθετήθηκε στο μέλλον, αλλά ενώ φτιάχναμε την ταινία, όλα έγιναν πραγματικότητα. Συζητούσαμε για μεγάλο χρονικό διάστημα εάν ο πρόσφυγας της ταινίας είναι ή όχι το θέμα και αν αυτό είχε γίνει πολύ συνηθισμένο, και μάλιστα έχοντας την τάση να αποφεύγω ιδεολογικές αφηγήσεις περί αυτών. Πιστεύω πιο έντονα στην ιδέα της κλασικής τέχνης, η οποία ενεργεί όπως το νερό στο σκυρόδεμα – το φοράς και καταστρέφεται σταδιακά. Για μένα, η πραγματική πολιτική τέχνη παραμένει πάντα λιγότερο ενδιαφέρουσα, οπότε όταν ξαναγράψαμε το σενάριο, προσπαθήσαμε να αποστασιοποιηθούμε και πάλι όσον αφορά την ιστορία και τη γλώσσα της ταινίας.

Μέσα από την ταινία μάς δείχνει έναν τρόπο να… πετάμε;

Ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία όταν ήμουν παιδί ήταν το μυθιστόρημα «Ariel» του Alexander Belyaev, για ένα μικρό αγόρι που έχει τη δυνατότητα να πετάξει. Φανταστείτε ένα πλάσμα με υπεράνθρωπες δυνάμεις και την τρομερή αντίθεση και την ένταση που δημιουργεί στους γύρω τους. Με το πέρασμα του χρόνου, άρχισα να αντιμετωπίζω ολοένα και περισσότερο το ζήτημα της πίστης. Κατά κάποιο τρόπο πάντα πίστευα ότι υπάρχει μια μεγαλύτερη, περιεκτική καθολική πίστη που φτάνει πέρα από τη σχετική πίστη που μας υπαγορεύεται, και η οποία μπορεί να έχει αντίκτυπο σε όλους τους ανθρώπους, ειδικά σε μια εποχή όπου φαίνεται να πιστεύουμε όλο και περισσότερο στην παραδοσιακή θρησκεία, ή στον Θεό. Βάζοντας έναν ιπτάμενο άνθρωπο ως πρωταγωνιστή θέτει ερωτήματα σχετικά με τη δυνατότητα αυτή. Πιστεύετε και τοποθετείτε τον εαυτό σας σε σύγκριση με τους χαρακτήρες, καθένας από τους οποίους σχετίζεται με το ζήτημα με διαφορετικό τρόπο, αλλά και αν εσείς ως θεατές πιστεύετε πραγματικά τι βλέπετε; Μια συνάντηση με ένα θαύμα απαιτεί μια ενέργεια από την πλευρά του θεατή και αυτό είναι κάτι που πάντα προσπαθώ να επιτύχω. Σίγουρα, είναι μια ταινία για τους πρόσφυγες, αλλά είναι επίσης και μια ταινία για την αναζήτηση του Θεού με την έννοια ότι κάποιος πρέπει να ξέρει ότι υπάρχουν στιγμές που συναντάμε πράγματα τα οποία είναι απόλυτα ή μυστηριώδη. Ο χαρακτήρας του Άριαν είναι στην πραγματικότητα μια υλοποιημένη περίπτωση αυτού που λέω – μια χριστιανική μορφή στο σώμα ενός πρόσφυγα, που θα μπορούσε όντως να ερμηνευτεί ως άγγελος. Τα θαύματα δεν προέρχονται ποτέ απ’ όπου τα περιμένουμε, και ίσως δεν ξέρουμε και πώς να τα χρησιμοποιήσουμε.

Μίλησέ μας για την προσωπική διαδρομή του Δρ. Στίβεν και της σχέσης που αναπτύσσει με τον Άριαν.

Ήθελα να επεξηγήσω τη σχέση μεταξύ ενός γέρου και ενός νεαρού αγοριού για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η Kata Wéber έγραψε την ιστορία και γι’ αυτήν είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι πολλοί από τους προγόνους της είναι γιατροί. Ήμασταν ενθουσιασμένοι από το σύγχρονο αρχέτυπο του γιατρού, κατά το οποίο ο γιατρός χάνει ήδη την πίστη του, είναι κάποιος που δεν θέλει να θεραπεύσει πια και απλώς επιβιώνει, χωρίς καθόλου ψευδαισθήσεις. Πιστεύω ότι εκεί μπορεί να βρούμε πολλές στιγμές από τη ζωή μας όταν είμαστε κολλημένοι και φαίνεται να μην υπάρχει τρόπος να βγούμε, όταν είμαστε πραγματικά πιασμένοι σε μια ξέφρενη βιασύνη για να αρπάξει κάτι. Προσπάθησα να αγκαλιάσω τη φιγούρα του Άριαν εδώ και πολύ καιρό, αλλά μεταβαίνω όλο και περισσότερο στις στιγμές που βιώνει ο Δρ. Στερν. Φυσικά, και οι δύο χαρακτήρες φέρουν πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, και η ιστορία επίσης αντλείται από μια παρόμοια φιλία που είναι πολύ σημαντική για μένα. Θα ήθελα ο Δρ. Στερν να μεταφέρει το μήνυμα ότι είναι δυνατόν να αλλάξουμε αν κάτι γίνει πιο σημαντικό και καταφέρουμε να πάμε πέρα από την τύφλωση που προκαλείται από αναμφισβήτητα πράγματα. Επιλέξαμε ο χαρακτήρας του γιατρού να έχει αληθινή τύφλωση. Ακόμα και όταν συναντά τον θαυματουργό Άριαν, η μόνη ανησυχία του είναι το προσωπικό κέρδος του, και έχει μεγάλη δυσκολία όταν συνειδητοποιεί ότι μπορεί να ωφεληθεί μόνο αν είναι ικανός να θυσιάσει πράγματά του.

Πες μας τα συναισθήματά σου για την προσφυγική κρίση.

Συνδέθηκα με το ζήτημα των προσφύγων όταν έκανα μια θεατρική εγκατάσταση για το «Winterreise» του Schubert (Winter Journey). Η Ευρώπη ήταν στην αρχή της κρίσης. Ενώ φτιάχναμε την ταινία, πήγαμε σε ένα στρατόπεδο προσφύγων στο Bicske για μία ή δύο εβδομάδες και προσπάθησα να δουλέψω μέσα από τις εμπειρίες μου εκεί – και το έκανα πάντα αυτό στις ταινίες μου. Έχω την εντύπωση ότι με μία αίσθηση που μοιάζει ξένη, διαφορετική, μπορείς να σκεφτείς καλύτερα. Υπήρχε ένα είδος παράξενης ιερότητας στους ανθρώπους εκεί, επειδή έχουν τοποθετηθεί εκτός χρόνου και χώρου. Η εικόνα ή η αλληγορία της στέρησης είναι πολύ κοντά στη χριστιανική λειτουργία που είμαστε εξοικειωμένοι και μεγαλώσαμε. Δεν έχουν ούτε παρελθόν ή μέλλον – έχουν το παρόν, αλλά είναι επίσης αβέβαιο. Κάνεις τους, ούτε καν ήξερε αν είναι ο εαυτός του ακόμη, αν είναι το ίδιο πρόσωπο πριν φύγει ή κάποιος διαφορετικός στη διάρκεια του ταξιδιού του. Δεν μπορεί κανείς να το παρατηρήσει αυτό χωρίς αλληλεγγύη. Αυτό θα ήταν απάνθρωπο.

Υπάρχουν κοινά στοιχεία με τον «Λευκό Θεό»;

Στην περίπτωση του «Λευκού Θεού», άρχισα να δουλεύω με μια πολυεπίπεδη δομή που νομίζω ότι εμφανίζεται ακόμα πιο έντονα στο «Φεγγάρι του Δία». Ήθελα μια μορφή που θα μπορούσε να μεταδώσει την αίσθηση ότι είμαστε σε πτώση. Αυτή η μορφή δεν θα μπορούσε να είναι μια λύση ξεκάθαρη με βάση το είδος. Στην πραγματικότητα, τίθεται θέμα με τα είδη. Νομίζω ότι το «Φεγγάρι του Δία» χρησιμοποιεί επίσης στερεότυπα και στοιχεία του είδους του «Θεού», αλλά τα αντιμετωπίζει μόνο ως ένα στρώμα, σε αντίθεση με τον «Λευκό Θεό». Βλέπω την αλήθεια στην ανάμειξη των ειδών, όχι σε μεγάλη μορφή, αλλά σε μια παραβολική ανάλυση συγκλονισμένων πραγματικοτήτων. Αυτό το μονοπάτι είναι πολύ ενδιαφέρον για μένα τώρα και βλέπω ότι δεν είναι μάταιο. Το κοινό μας πολλαπλασιάστηκε επίσης στο πλαίσιο του θεάτρου Proton, στο οποίο σκέφτομαι και πράττω ομοίως. Δεν είναι ότι οι ερωτήσεις που σχετίζονται με το έργο μας έχουν γίνει λιγότερες, αλλά έχουμε καταφέρει να συγκεντρώσουμε μια πολύ πιο ζωντανή αντίδραση, η οποία ήταν σημαντική για μένα.

Γιατί χρησιμοποιεί τόσα πολλά στοιχεία CGI σε αυτή την ταινία κι όχι στον «Λευκό Θεό»;

Δεν χρησιμοποιήσαμε πρακτικά κανένα CGI στον «Λευκό Θεό» καθόλου – ίσως μόνο για λίγα λεπτά. Σχεδιάσαμε το «Φεγγάρι του Δία» με τον ίδιο τρόπο και βασικά καταφέραμε να επιτύχουμε τη λύση της πτήσης του ανθρώπου. Φυσικά, το φαινόμενο της πτήσης είναι δύσκολο να απεικονιστεί χωρίς ένα ορισμένο ποσό CGI επειδή, όπως γνωρίζουμε, οι άνθρωποι δεν μπορούν να πετάξουν. Πρέπει να το καταλάβουμε ακόμα κι αν οι κύριοι χαρακτήρες ήταν στην πραγματικότητα 30-40 μέτρα στον αέρα κατά τη διάρκεια κάθε σκηνής. Κατά τη γνώμη μου, το CGI εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται. Εάν χρησιμοποιηθεί κατάλληλα, μπορεί να έχει μια γιγαντιαία δημιουργική δυναμική. Αν όχι, φαίνεται κολλώδες, τεχνητό, σαν πλαστική ύλη. Η ταινία είναι μια συνάντηση κλασσικού και καινούργιου, καθώς έχει γυριστεί σε φιλμ 35mm. Χρησιμοποιήσαμε μόνο vfx όπου χρειάζεται, ενώ όλα δημιουργήθηκαν σε σύγκριση με την πραγματικότητα.

Θα συνεχίζεις να δουλεύεις στο θέατρο;

Ναι, η δουλειά μου στο θέατρο και την όπερα συνεχίζεται. Έχω ολοκληρώσει δύο ή τρεις παραγωγές μεταξύ των ταινιών μου. Η όπερα είναι μια τεράστια εμπειρία. Έχω συνειδητοποιήσει ότι πραγματικά μου αρέσει επειδή είναι ένα είδος που μου επιτρέπει να ζήσω μέσω στιγμών που θα συναντούσα πολύ σπάνια στην πραγματική ζωή. Έχω επίσης τη δική μου θεατρική ομάδα στην Ουγγαρία στο θέατρο Proton. Δύο από τα τελευταία μας έργα ήταν το «Winter’s Journey», το οποίο ήταν μια μεγάλη εγκατάσταση με βάση το «Winterreise», τον κύκλο τραγουδιών του Schubert και το «Imitation of life», το οποίο ήταν μια ελεύθερη προσαρμογή της ομώνυμης ταινίας του Douglas Sirk. Ήταν στην πραγματικότητα η αναγκαστική οδός μιας νέας θεατρικής γλώσσας – τέσσερις χαρακτήρες, δύο σκηνές και αρκετά μινιμαλιστική από κάθε άποψη. Σε αυτό το σημείο να πω, ότι δεν ξέρω πόσο καιρό θα είναι δυνατόν να διατηρηθεί η αρμονία μεταξύ της εργασίας τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο, αλλά όλα βρίσκονται υπό το φως των αμοιβαίων ερωτημάτων και απαντήσεων, καθώς και αποτυχιών και επιτυχιών, των οποίων η συνύπαρξη είναι εξαιρετικά παραγωγική και εμπνευσμένη για μένα.

Τι ακολουθεί;

Θα ήθελα πολύ να γυρίσω το μυθιστόρημα του Βλαντιμίρ Σορόκιν «Ice». Το θέλω εδώ και 10 χρόνια και μοιάζει να ήρθε η ώρα. Θα αποτελούσε στην πραγματικότητα η τελευταία ταινία σε μια τριλογία που ασχολείται με την πίστη, ο «Λευκός Θεός» και το «Φεγγάρι του Δία» είναι οι δύο πρώτες. Αισθάνομαι την πρόκληση να κάνω μεγάλα βήματα και θα ήθελα να συνεχίσω αυτό το μονοπάτι. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: Νιώθω μια απίστευτη «πείνα» να συνεχίσω να λέω αμέσως νέες ιστορίες.

[/toggle]

[toggle title=”Ο Κόρνελ Μουντρούτσο και οι ταινίες του”]

Με έντονη φεστιβαλική παρουσία, ο Ούγγρος Κόρνελ Μουντρούτσο, τολμηρός και πολυπράγμων, ανήκει στην αφρόκρεμα των νέων ευρωπαίων δημιουργών. Βαδίζοντας στα χνάρια των συμπατριωτών ομότεχνών του Μπέλα Ταρ και Μίκλος Γιάντσο, τον οποίο μάλιστα θεωρεί έναν από τους μέντορές του, ο Μουντρούτσο προτείνει ένα ελεύθερο σινεμά χωρίς προκαθορισμένους κανόνες και αυστηρές αφηγηματικές γραμμές. Οι εικόνες του είναι σκληρές, συχνά στα όρια του γκροτέσκ, αλλά ταυτόχρονα γεμάτες αισθησιασμό και λυρισμό.

Στην ταινία του «Λευκός Θεός» η 13χρονη ηρωΐδα επαναστατεί, ενώ ο πιστός της σκύλος ηγείται μιας εξέγερσης των τετράποδων εναντίον των ανθρώπων, σε μια αλληγορική «δήλωση αλληλεγγύης για τους περιθωριοποιημένους και τους καταπιεσμένους», όπως σημειώνει ο σκηνοθέτης. Η ταινία αυτή θεωρείται το αριστούργημά του.

Ο Μουντρούτσο δεν διστάζει να αποκαλύψει τις σκοτεινές όψεις της ανθρώπινης φύσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το φιλμ «Tender Son – The Frankenstein Project», όπου ο σκηνοθέτης αντλεί έμπνευση από το μύθο του Φρανκενστάιν για να αφηγηθεί το ξέσπασμα βίας ενός 17χρονου που νιώθει ανεπιθύμητος από την ίδια του την οικογένεια. Ακραίες καταστάσεις αποτυπώνει και το δραματικό φιλμ «Delta» (2008, βραβείο FIPRESCI στο φεστιβάλ Καννών), μια ερωτική ιστορία ανάμεσα σε δύο ετεροθαλή αδέλφια με φόντο τις όχθες του Δούναβη.

Από την άλλη, το μιούζικαλ «Johanna» (2005) εκπλήσσει ως μια μοντέρνα εκδοχή της ιστορίας της Ζαν ντ’ Αρκ, ενώ άλλο ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα ωμού ρεαλισμού είναι και το φιλμ «Pleasant Days» (2002, βραβείο Αργυρή Λεοπάρδαλη στο φεστιβάλ Λοκάρνο), με επίκεντρο μια παρέα νεαρών σε οικονομική και ηθική παρακμή.

[/toggle]

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *