Δυο Καρδιές (Réparer les vivants / Heal the Living)
Δε θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που είδα αυτή την ταινία. Ήταν στο φεστιβάλ Λονδίνου, μια μουντή, ελαφρώς βροχερή, ως συνήθως, μέρα, από τις τελευταίες προβολές του φεστιβάλ. ‘Είχε ήδη αρχίσει να επέρχεται η εξάντληση, σε μια χρονιά με μεγάλες ταινίες (ενδεικτικά La La Land, Moonlight, Arrival, Manchester by the Sea, It’s Only the End of the World) και πόσες άλλες ενδιαφέρουσες επιλογές, μερικές από τις οποίες δεν έχουν ακόμα προβληθεί στις ελληνικές αίθουσες -και όπως πάντα με είχε πιάσει πυρετός να τις δω όλες! Προ ολίγων ωρών είχα μόλις δει ένα άλλο γαλλικό, το Άγνωστο Κορίτσι (Unknown Girl) των αδερφών Νταρντέν, που από σύμπτωση προβλήθηκαν και στη χώρα μας σχετικά κοντά το ένα στο άλλο. Είχα, λοιπόν τις αμφιβολίες μου να το δω ή να χωθώ σε μια μικρή παμπ να απολαύσω μια μπυρίτσα για διάλειμμα. Τελικά, επέλεξα να πάω στην προβολή και δεν το μετάνιωσα.
Οι Δυο Καρδιές της Κατέλ Κουϊγεβερέ, μετά το Suzanne, κατάφεραν να με παρασύρουν στον αργό, υποτονικό ρυθμό τους. Αν και διαθέτουν ένα απλό σενάριο, που όλοι μπορούν να φανταστούν την έκβαση του, από την αρχή μέχρι το τέλος του. Ο νεαρός γιος μιας οικογένειας, επιστρέφοντας κουρασμένος από σερφ με φίλους στη θάλασσα, εμπλέκεται σε αυτοκινητιστικό ατύχημα και θεωρείται κλινικά νεκρός. Η οικογένεια του θα πρέπει να λάβει την απόφαση αν θα τον διατηρεί έτσι στη ζωή, χάρη στη μηχανική υποστήριξη. Την ίδια στιγμή, μια μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκα ζει κάθε χτύπο του ρολογιού με το άγχος αναμένοντας στη λίστα μια μεταμόσχευση που θα την κρατήσει στη ζωή. Η επιτυχία της ταινίας δεν είναι τόσο στην παρατήρηση, αλλά στην τρυφερότητα της, της αμεσότητα της ενσυναίσθησης που περνά στον θεατή. Αν και διαθέτει πολύ καλή φωτογραφία και μουσική, με το sountrack να υπογράφει ο ελληνικής καταγωγής Αλεξάντρ Ντεσπλά, αυτό που τελικά σε κερδίζει είναι η απλότητα της, ότι έχει ήρωες της απλούς, καθημερινούς χαρακτήρες με τους οποίους μπορείς να ταυτιστείς. Η Κουϊγεβερέ έχει τον τρόπο της να σε αγγίξει και να συγκινηθείς χωρίς να γίνεται αισθητό ότι προσπαθεί.
Μεγάλο μερίδιο στην επιτυχία του αποτελέσματος, έχουν και οι ηθοποιοί, ιδιαίτερα η Εμμανουέλ Σενιέρ (Η Ένατη Πύλη, Αφροδίτη με τη Γούνα) καταπληκτική στην προσέγγιση του ρόλου της ως μάνα, όπως και ο Ταχάρ Ραχίμ (Το Παρελθόν, Η Μαχαιριά, Grand Central) στο ρόλο του νεαρού γιατρού, του μεσάζοντα ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Διότι υπάρχει μια αόρατη γραμμή που ενώνει το νεαρό παιδί που η μοίρα άδικα το έβαλε στο κρεβάτι και τη γυναίκα που περιμένει να βρεθεί δότης για να μείνει στη ζωή. Αυτά τα δυο πρόσωπα είναι το βαρόμετρο της ταινίας. Γύρω τους όλοι οι άλλοι, που οι ζωές τους επίσης επηρεάζονται από την όποια έκβαση, ο πατέρας, ο μικρός αδερφός και η κοπέλα του νεαρού, η γυναίκα που περιμένει τη μεταμόσχευση με το γιο της και τη σύντροφο της. Ο νεαρός δεν είναι μονάχα στο κρεβάτι του νοσοκομείου, κυκλοφορεί κοντά τους, είτε ως ψυχή για όσους πιστεύουν, είτε ως ανάμνηση. Μοιάζει κι αυτός εγκλωβισμένος στην κατάσταση του, σαν να έμεινε στην παραλία, πάνω στο σερφ του, ανάμεσα στα κύματα.
Όπως ακριβώς στο σενάριο υπάρχει η μάχη με τον χρόνο, που συνεχώς λιγοστεύει και η οικογένεια θα πρέπει να πάρει την απόφαση της, έτσι αντίστοιχα και η ταινία έχει τη δική της μάχη με τη διάρκεια της, προσπαθώντας να αναπτύξει όσα περισσότερα μπορεί υπό το πρίσμα αυτού του περιορισμού και νομίζω ότι είναι μια μάχη που την κερδίζει. Επειδή ακούστηκαν απόψεις -και μετά την προβολή στη συζήτηση με τη σκηνοθέτη- για διαμάχη υπέρ ή κατά της δωρεάς οργάνων, η ταινία δε στοχεύει σε αυτό. Παίρνει, μάλιστα εξαρχής, ξεκάθαρη θέση, κάτι που φανερώνει και ο πρωτότυπος τίτλος της, που μεταφράζεται σε «Φτιάξτε τους ζωντανούς», δηλαδή να βοηθήσουμε συνανθρώπους μας που το έχουν ανάγκη. Αντίστοιχα, η οικογένεια του νεαρού έχει μεγαλύτερη ανάγκη για «φτιάξιμο» καθώς περνάνε το δικό τους πένθος, από τον άτυχο νεαρό για τον οποίο δυστυχώς έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί η δυνατότητα επιδιόρθωσης.
Πολύ ωραια υπόθεση ενδιαφέρουσα